αμφιγνοώ

αμφιγνοώ
ἀμφιγνοῶ (-έω) (ΑΜ)
1. αμφιβάλλω, δεν είμαι βέβαιος ή έχω λανθασμένη εντύπωση για κάτι
αρχ.
1. δεν γνωρίζω, αγνοώ
2. (η μτχ. παθ. αορ.) ἀμφιγνοηθείς, -θεῑσα, -θέν αυτός που δεν έγινε γνωστός, ο άγνωστος
3. (το ουδ. σε απρόσ. έκφραση) «ἀμφιγνοούμενόν ἐστι», είναι αμφισβητούμενο, δεν είναι βέβαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -γνο- (ασθενής βαθμίδα τού γιγνώσκω
πρβλ. αγνοώ).
ΠΑΡ. ἀμφίγνοια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιγνοῶ — ἀμφιγνοέω to be doubtful pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀμφιγνοέω to be doubtful pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀμφιγνοέω to be doubtful pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀμφιγνοέω to be doubtful pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • αμφίγνοια — ἀμφίγνοια, η (Μ) [ἀμφιγνοῶ] αμφιβολία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”